- διατριπτικόν
- διατριπτικόςfit for bruisingmasc acc sgδιατριπτικόςfit for bruisingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατριπτικός — διατριπτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.) … Dictionary of Greek